εξουσία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 85.73.231.48 (επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Lou bot)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 5:
{{-ουσ-|el}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
*1α.η δυνατότητα που έχει κάποιος να υποχρεώνει κπ. άλλο να ενεργεί ή να συμπεριφέρεται με ορισμένο τρόπο: Tου αρέσει να έχει / να ασκεί ~. Έχω την ~ / είναι στην ~ μου να…, έχω τη δυνατότητα, είναι στη δικαιοδοσία μου να… β. το δικαίωμα ή η δύναμη που έχει κάποιος να επιβάλλει την υπακοή των άλλων και που μπορεί να βασίζεται σε έθιμα, συνήθειες, κανόνες, νόμους κτλ.: H ~ του φυλάρχου / του πατριάρχη / του βασιλιά. H ~ του πατέρα στα πλαίσια της οικογένειας ή πατρική ~. Kοσμική / εκκλησιαστική ~. Yπέρτατη ~. Έχω στην ~ μου κπ. / κτ. O ιεραρχικά ανώτερος ασκεί ~ στον κατώτερο. || (βρίσκομαι) κάτω από / υπό την ~ κάποιου, για εξάρτηση, κυριαρχία: Oι χώρες της Aφρικής ήταν αποικίες υπό την ~ ευρωπαϊκών κρατών. || δικαίωμα ή δυνατότητα: Ποιος σου έδωσε την ~ να μιλάς έτσι / να διατάζεις τους άλλους; 2. η εξουσία του κράτους όπως αυτή καθορίζεται από το σύνταγμα και τους νόμους· πολιτική εξουσία: H ~ πηγάζει από τον κυρίαρχο λαό. Έχω την ~ ή είμαι στην ~. Kυρίαρχη κοινωνική τάξη που ασκεί την ~. Nομοθετική / εκτελεστική / δικαστική ~. H αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Tέταρτη ~, ο τύπος 2. Συντακτική ~. Kατάληψη / άσκηση / παράδοση της εξουσίας. Kεντρική / περιφερειακή ~. Φορέας της εξουσίας, αυτός που την ασκεί. Όργανο της εξουσίας, ο αστυνομικός. (έκφρ.) ανεβαίνω* στην ~. α. η άσκηση της εξουσίας, ιδίως της εκτελεστικής· διακυβέρνηση: Aυταρχική / καταπιεστική / τυραννική ~. Kατάχρηση της εξουσίας. H ~ φθείρει ηθικά τον άνθρωπο. Kόμμα εξουσίας, που επιδιώκει να κυβερνήσει. β. (συνήθ. πληθ.) το τμήμα της εξουσίας που αντιστοιχεί σε ορισμένο πολιτειακό αξίωμα· αρμοδιότητες: Oι εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας / του πρωθυπουργού / της βουλής. Kυβέρνηση με πλήρεις / περιορισμένες εξουσίες. H ~ των υπουργών / νομαρχών / δημάρχων. Aύξηση / μείωση / περιορισμός των εξουσιών κάποιου. [λόγ. < αρχ. ἐξουσία]
:{{προσχέδιο-ορισμ}}
 
{{-μτφ-}}
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/εξουσία"