μπιζέλι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
ετυμ |
||
Γραμμή 1:
{{=el=}}
{{-ετυμ-}}
: '''Μπιζέλι''' (το) < ''ιταλ.'' pisello < ''λατ. υποκοριστικό'' *pisellum < ''λατ.'' pisum < ''αρχαίο ελλ. '' πίσος (ο) | πίσον (το).
{{-ουσ-}}
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
: εδώδιμο λαχανικό.
{{-μτφ-}}
|