μπάνιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ πηγή
μ λεκτικά
Γραμμή 1:
{{=el=}}
 
===Ετυμολογία===
{{-ετυμ-}}
'''Μπάνιο''' (το) (= πλύσιμο του σώματος | κολύμβηση, όπως το χρησιμοποιούμε στις συνηθισμένες εκφράσεις ''πάω να κάνω μπάνιο'', ''τα μπάνια του λαού'') < ''ιταλ.'' bagno < ''λατ.'' banyum < banium < *baneum < *banneum < balneum < balineum < ''ελλ.'' βαλανείον (= είναι χώρος ομαδικών λουτρών, με πολλά καθίσματα, που προεξέχουν από το πάτωμα ως βάλανοι)
 
Δες: Νεοελληνική Γραμματική (της Δημοτικής), Μ. Τριανταφυλλίδης κ.ά., 1941, Αθήνα, Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, § 216.
 
{{-ουσ-}}
===Ουσιαστικό===
μπάνιο {{ο}}
* πλύσιμο του σώματος
* κολύμβηση, όπως το χρησιμοποιούμε στις συνηθισμένες εκφράσεις ''πάω να κάνω μπάνιο'', ''τα μπάνια του λαού''
* το δωμάτιο του λουτρού
 
===Βλέπε επίσης===
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/μπάνιο"