κόρδα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
νέο |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 19:56, 1 Ιουνίου 2006
- Κόρδα (η) < μεσαιωνικά ελλ. κόρδα < λατ. chorda < ελλ. χορδή (δωρικά : χορδά).
Πρότυπο:-ουσ- κόρδα θηλυκό
- πτέρυγα μοναστηριού
|