καρότο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Καρότο μεταφέρθηκε στο καρότο: Converting page titles to lowercase |
ετυμ |
||
Γραμμή 1:
{{=el=}}
{{-ετυμ-}}
'''Καρότο''' (το) < καρότα (η) < ''ιταλ.'' carota < ''λατ.'' carota –ae < ''ελλ.'' καρωτόν (= ληθαργικό).
{{-ουσ-}}
καρότο {{ο}}
* εδώδιμη ρίζα με χαρακτηριστικό χρώμα και άρωμα
===Βλέπε επίσης===
* καροτί
* καροτίλα
===Μεταφράσεις===
|