γάμπα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
ετυμ |
||
Γραμμή 1:
{{=el=}}
{{-ετυμ-}}
'''Γάμπα''' (η) < ''ιταλ.'' gamba (= μηρός ανθρώπου | τμήμα της κάλτσας και του παντελονιού στο ύψος της κνήμης) < ''λατ.'' camba | gamba (= πόδι αλόγου και γενικά τετράποδου) < ''ελλ.'' καμπή (δωρικά : καμπά) (= κάμψη | λύγισμα | καμπυλωτό τμήμα | κάμψη ώμων, ισχίων, δακτύλων | άρθρωση).
{{-ουσ-}}
'''γάμπα''' {{θ}} ({{πλ}} '''γάμπες''') : το μέρος του ποδιού από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο
{{-μτφ-}}
|