ψηλός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: en:ψηλός, ko:ψηλός, pl:ψηλός
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου
Γραμμή 5:
* ψηλός < αρχαίο [[ὑψηλός]]
 
{{-επιθ-|el}}
'''ψηλός''' '''-ή, -ό'''
# (για άνθρωπο ή άλλο ζωντανό ον) που έχει μεγάλο [[ανάστημα]]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/ψηλός"