1.402.835
επεξεργασίες
μ (Βικιποίηση των μεταφράσεων) |
μ (προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου) |
||
{{-ετυμ-}}
: υφαρπάζω < ὑφ- (ὑπό) + ἁρπάζω
{{-ρημ-|el}}
'''{{PAGENAME}}'''
* [[οικειοποιούμαι]] κάτι που δεν είναι δικό μου με [[επιτήδειος|επιτήδειο]] τρόπο
|