κόψιμο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
αγγλική μετάφραση |
μ προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου |
||
Γραμμή 3:
{{-ετυμ-}}
: {{μσν}} '''κόψιμο''' < [[κόβω]]
{{-ουσ-|el}}
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
# η [[ενέργεια]] με την οποία [[κόβω]] κάτι, το [[διαιρώ]] ή [[αποκόπτω]] ένα τμήμα του, η [[κοπή]]
|