σαρκοφάγος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Μεταφράσεις: αφαίρεση περιττών κενών, προσθήκη κενών μετά και πριν τα «βελάκια»
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου
Γραμμή 4:
{{-ετυμ-}}
: σαρκοφάγος < [[σαρξ]] + [[φάγος]] (< θέμα αορίστου '''έφαγον''' του ρήματος [[τρώγω]]).
{{-επιθ-|el}}
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}, '''σαρκοφάγος''' {{θ}}, '''σαρκοφάγο''' {{ο}}
* Αυτός που τρέφεται (αποκλειστικά) με σάρκες, με κρέας.
Γραμμή 24:
* [[χορτοφάγος]]
 
{{-ουσ-|el}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
* Αρχαίο φέρετρο μέσα στο οποίο τοποθετούσαν τους νεκρούς.