1.402.835
επεξεργασίες
μ (Μεταφράσεις: αφαίρεση περιττών κενών, προσθήκη κενών μετά και πριν τα «βελάκια») |
μ (προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου) |
||
< [[έθνος]] + [[φυλακή]]
{{-ουσ-|el}}
'''εθνοφυλακή''' {{θ}}
* ονομασία στρατιωτικής δύναμης που συγκροτείται για την αντιμετώπιση έκτακτου εθνικού κινδύνου, συνήθως εσωτερικού
|