1.402.835
επεξεργασίες
μ |
μ (προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου) |
||
{{-ετυμ-}}
* < αρχαία ελληνική λέξη '''δωμάτιον'''
{{-ουσ-|el}}
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
* εσωτερικός χώρος [[κτήριο|κτηρίου]], π.χ. [[σπίτι|σπιτιού]], [[διαμέρισμα|διαμερίσματος]], [[ξενοδοχείο]]υ.
|