μπιζέλι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Μεταφράσεις: ενημέρωση της εμφάνισης |
μ προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου |
||
Γραμμή 4:
: '''μπιζέλι''' (το) < ''ιταλ.'' pisello < ''λατ. υποκοριστικό'' *pisellum < ''λατ.'' pisum < ''αρχαίο ελλ. '' πίσος (ο) | πίσον (το) {{αντιδάνειο}}
{{-ουσ-|el}}
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
: εδώδιμο λαχανικό.
|