vieux: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 20:53, 8 Ιανουαρίου 2006

Γαλλικά

vieux (πριν απο σύμφωνο) vieil (πριν απο φωνήεν) vieille (στο θηλυκό)

Un vieux loup. Ένας γέρικος λύκος.

Un vieux, une vieille. Ένας γέρος, μια γριά.

Un vieil ami. Ένας παλιός φίλος.