vieux: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
(Καμία διαφορά)
|
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
(Καμία διαφορά)
|
vieux (πριν απο σύμφωνο) vieil (πριν απο φωνήεν) vieille (στο θηλυκό)
Un vieux loup. Ένας γέρικος λύκος.
Un vieux, une vieille. Ένας γέρος, μια γριά.
Un vieil ami. Ένας παλιός φίλος.