βοηθώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py Format errors, διαστήματα, τελείες
μεταφέρθηκε υλικό στο βοηθάω όπως στα ρήματα -άω/ώ
Γραμμή 1:
{{δείτε|βοηθῶ}}
=={{-el-}}==
 
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχκλη|grc|el|βοηθῶ}} [[βοηθῶ]]{{βλ|και=1|βοηθάω}}
 
==={{ρήμα|elπροφορά}}===
{{ΔΦΑ|el|voi̯ˈθo}}
'''{{PAGENAME}}''' ({{παθ}}: [[βοηθιέμαι]] / [[βοηθούμαι]])
: {{συλλ|βοη|θό}}
# προσφέρω [[βοήθεια]] σε κάποιον, [[συμβάλλω]] στην προσπάθειά του να καταφέρει κάτι, [[διευκολύνω]] μια ενέργειά του, του προσφέρω [[υποστήριξη]]
: {{ομόηχ}} [[βοηθό]]
#: ''το παιχνίδι '''βοηθά''' τα παιδιά στην ανάπτυξη της φαντασίας τους''
# συμβάλλω στη [[βελτίωση]] ή διατήρηση της λειτουργίας κάποιου πράγματος
#: ''σύμφωνα με μερικές μελέτες, ορισμένες βιταμίνες '''βοηθάνε''' τη μνήμη''
 
===={{συγγενικάρήμα|el}}====
'''{{PAGENAME}}'''
* {{βλ|βοηθός}}
* {{γρ|βοηθάω|μορφή}}
===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'ζητώ'|παρατΒ=1}}
{{el-κλίσ-'αγαπιέμαι'}}
{{clear}}
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
* {{βλ|βοηθόςβοηθάω}}
* {{en}} : {{τ|en|help}}· ''λαϊκότροπο'': give a leg up
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|XXX}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|aider}}
* {{de}} : {{τ|de|helfen}}
* {{eo}} : {{τ|eo|helpi|noentry=1}}
* {{et}} : {{τ|et|aitama|noentry=1}}
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|XXX}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|XXX}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|XXX}} -->
* {{ca}} : {{τ|ca|ajudar}}
<!-- * {{is}} : {{τ|is|XXX}} -->
* {{es}} : {{τ|es|ayudar}}, {{τ|es|socorrer}}
* {{it}} : {{τ|it|aiutare}}
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|XXX}} -->
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|XXX}} -->
<!-- * {{ko}} : {{τ|ko|XXX}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} -->
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
* {{lt}} : {{τ|lt|padėti}}
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|XXX}} -->
* {{nl}} : {{τ|nl|helpen}}
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} -->
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|XXX}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} -->
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|XXX}} -->
* {{pt}} : {{τ|pt|ajudar}}, {{τ|pt|socorrer}}
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} -->
<!-- * {{roa-rup}} : {{τ|roa-rup|XXX}} -->
* {{ru}} : {{τ|ru|помогать}}
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|XXX}} -->
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} -->
* {{sl}} : {{τ|sl|pomagati}}
* {{sv}} : {{τ|sv|hjälpa}}
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} -->
* {{tr}} : [[yardım etmek]]
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
* {{fi}} : {{τ|fi|auttaa}}, {{τ|fi|opastaa}}
{{μτφ-τέλος}}
 
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/βοηθώ"