περνάω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των επεξεργασιών που έγιναν από τον 2A02:2149:8A60:6B00:9024:8335:3138:8626 (συζήτηση) και επιστροφή στην τελευταία αναθεώρηση που είχε γίνει από την Sarri.greek Ετικέτα: Επαναφορά |
Μάλιστα επισκέπτη/τρια: όπως στην φράση: Τι περνάω τώρα! Τι αντιμετωπίζω! Να το βάλουμε το συνώνυμό σας, κάτω από τον σχετικό ορισμό. |
||
Γραμμή 11:
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|εν2=[[περνώ]]|πρτ=περνούσα|πρτ2=πέρναγα|αορ=πέρασα|π-εν=περνιέμαι|π-αορ=περάστηκα|μππ=περασμένος}}
# καθώς [[κινούμαι]], [[διασχίζω]] έναν τόπο ή [[βρίσκομαι]] σε αυτόν ή [[κοντά]] σε αυτόν
#: {{πχ}} {{αμτβ}} ''
#: {{πχ}} {{μτβ}} ''αυτή τη στιγμή '''περνάμε''' την Κακιά Σκάλα''
# {{ετ|μτφρ}} [[μεταβαίνω]] από μια κατάσταση σε άλλη
#: {{πχ}} '''''
# {{πχ}} {{μτβ}} [[οδηγώ]] κάτι ώστε διασχίσει ένα στενό πέρασμα ή από μηχάνημα
#: {{πχ}} '''''περνάω''' την κλωστή στη βελόνα''
#: {{πχ}} '''''περνάμε''' το κρέας από τη μηχανή του κιμά''
# προχωρώ σε επόμενο (ανώτερο) στάδιο,
#: {{πχ}} ''η ομάδα μας '''πέρασε''' στους ημιτελικούς''
#* [[προβιβάζομαι]] (''στο σχολείο'')
#*: {{πχ}} {{αμτβ}} '''''πέρασα''' στην επόμενη τάξη''
#*: {{πχ}} {{μτβ}} '''πέρασα''' τα μαθηματικά, αλλά έμεινα στη φυσική''
#* {{μτβ}} [[προβιβάζω]] κάποιον
#*: {{πχ}} ''δεν έγραψε καλά, αλλά ο καθηγητής τον '''πέρασε'''
# {{αμτβ}} ''για να δηλωθεί το προχώρημα του [[χρόνος|χρόνου]], της [[ώρα]]ς''
#: {{πχ}} ''καθώς τα χρόνια '''περνούν''', η τεχνολογία ολοένα εξελίσσεται''
# {{αμτβ}} ''για να δηλωθεί η [[λήξη]] μιας χρονικής περιόδου''
#: {{πχ}} '''''πέρασε''' η ώρα, πρέπει να φύγουμε''
# (''με υποκείμενο ένα πρόσωπο'') ''για να δηλωθεί ο τρόπος με τον οποίο προχώρησε μια χρονική περίοδος''
#: {{πχ}} {{αμτβ}} '''''περάσαμε''' όμορφα στις διακοπές''
#: {{πχ}} {{μτβ}} '''''
#: {{συνων}} [[αντιμετωπίζω]]
# [[μεταβιβάζω]], [[δίνω]] κάτι (που μου έδωσαν) σε κάποιον
#* {{αμτβ}} [[μεταβιβάζομαι]]
#*: {{πχ}} ''αυτή η παράδοση '''περνάει''' από γενιά σε γενιά''
# [[εγκρίνομαι]] (ιδίως μετά από ψηφοφορία)
#: {{πχ}} ''η πρόταση δεν '''πέρασε''' στο διοικητικό συμβούλιο''
#* γίνομαι [[αποδεκτός]]
#*: {{πχ}} ''αυτά τα κόλπα δεν '''περνάνε''' εδώ''
# {{μτβ}} [[θεωρώ]] (λανθασμένα) ότι κάποιος ή κάτι έχει μια ιδιότητα
#: {{πχ}} ''
# εκτελώ σε ένα αντικείμενο μια ορισμένη εργασία (ιδίως όταν αυτό επαναλαμβάνεται)
#* απλώνω κάτι σε μια επιφάνεια ([[αλείφω]] ή [[βάφω]])
#*: {{πχ}} '''''πέρασα''' το πρώτο χέρι και πάω για το δεύτερο'' (''για βάψιμο μιας επιφάνειας'')
===={{εκφράσεις}}====
* '''περνάω την ώρα μου''' (απασχολούμενος με κάτι)
* '''περνάω απαρατήρητος'''
*
===={{συγγενικά}}====
|