καύλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό
 
Γραμμή 27:
* [[καυλιάρης]]
* [[καύλωμα]]
* [[καυλώνω]]
* [[τρίκαυλος]] ορισμός: (μεταφορικά) Χαρακτηρισμός για άνδρα ο οποίος βρίσκεται σε υπεραυξημένη σεξουαλική διέγερση.
 
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/καύλα"