κόπτω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py ΔΦΑ (ipa) update ενημέρωση προτύπου
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Αναιρέθηκε Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 62:
 
----
 
=={{-grc-}}==
{{grc-αρχ-χρόνοι|κόπτω|ἔκοπτον|κόψω|ἔκοψα|κέκοφα, κέκοπα|ἐκεκόπειν||κόπτομαι|ἐκοπτόμην|κόψομαι & κοπήσομαι β΄παθ.|ἐκοψάμην, ἐκόπην παθ. β΄|κέκομμαι|-|κεκόψομαι}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|ine-pro|grc}} *''kop''-<ref name=Beekes></ref> ([[χτυπώ]], [[πελεκώ]])
 
==={{ρήμα|grc}}===
'''{{PAGENAME}}'''
# {{γενικ}} (''αρχικά'') [[πλήττω]], [[χτυπώ]]
# πλήττω κάποιον με όπλο
# φονεύω κάποιον χτυπώντας τον με όπλο
# [[κόβω]]
# [[σφυροκοπώ]], [[σφυρηλατώ]]
#* δημιουργώ νομίσματα σφυρηλατώντας μέταλλο
# χτυπάω την πόρτα
# {{μτφρ}} [[παραζαλίζω]]
# [[αποκόπτω]]
#* υλοτομώ
#* {{σνκδ}} [[ερημώνω]]
# (''για εξεταζόμενο'') απορρίπτω
# '''κόπτομαι''': [[οδύρομαι]], [[θρηνώ]]
#: ''με δοτική'': κάτι [[κατατρύχω|κατέτρυχε]] το υποκείμενο, το βασάνιζε
 
===={{συγγενικά}}====
*[[κόμμα]]
 
===={{αναφορές}}====
<references/>
 
{{κλείδα-ελλ}}
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/κόπτω"