δεσμεύω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 8:
# επιβάλλω σε κάποιον ηθική ή νομική υποχρέωση ([[δέσμευση]]) που περιορίζει τις κινήσεις του
# επιβάλλω προς όφελος τρίτου περιορισμούς ή πλήρη απαγόρευση στη χρήση κεφαλαίων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων από τον ιδιοκτήτη τους
{{clear}}
 
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/δεσμεύω"