παρελκόμενο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίση-'πρόβατο'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc-koi|el|παρελκόμενον}} < {{ετυμ|grc|el|π... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 05:50, 26 Φεβρουαρίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παρελκόμενο | τα | παρελκόμενα |
γενική | του | παρελκόμενου & παρελκομένου |
των | παρελκόμενων & παρελκομένων |
αιτιατική | το | παρελκόμενο | τα | παρελκόμενα |
κλητική | παρελκόμενο | παρελκόμενα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- παρελκόμενο < ελληνιστική κοινή παρελκόμενον < αρχαία ελληνική παρέλκω
Ουσιαστικό
παρελκόμενο ουδέτερο
- συμπλήρωμα ενός αντικειμένου (προϊόντος, συσκευής κ.λπ.), που συμβάλλει στην ολοκληρωμένη λειτουργία τους