ενωσιακός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίσ-'καλός'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{πρόσφ|ένωση|-ακός}} ==={{επίθετο|el}}=== '''{{PAGENAME...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 14:39, 23 Φεβρουαρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενωσιακός η ενωσιακή το ενωσιακό
      γενική του ενωσιακού της ενωσιακής του ενωσιακού
    αιτιατική τον ενωσιακό την ενωσιακή το ενωσιακό
     κλητική ενωσιακέ ενωσιακή ενωσιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενωσιακοί οι ενωσιακές τα ενωσιακά
      γενική των ενωσιακών των ενωσιακών των ενωσιακών
    αιτιατική τους ενωσιακούς τις ενωσιακές τα ενωσιακά
     κλητική ενωσιακοί ενωσιακές ενωσιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

ενωσιακός < ένωση + -ακός

  Επίθετο

ενωσιακός

  1. (νεολογισμός) που έχει σχέση με την ένωση, συμβάλλει ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (νεολογισμός) (ειδικότερα) που έχει σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, συμβάλλει ή αναφέρεται σ’ αυτή
    ※  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2019/1026 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2019, σχετικά με τις τεχνικές ρυθμίσεις για την ανάπτυξη, τη συντήρηση και τη χρησιμοποίηση των ηλεκτρονικών συστημάτων με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών και την αποθήκευση αυτών των πληροφοριών στο πλαίσιο του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα. (*)

Συγγενικά

  Μεταφράσεις