λάδι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ δρθ δεν
Γραμμή 24:
** [[μου βγάζει το λάδι]]: με κουράζει πολύ, με [[εξουθενώνω|εξουθενώνει]]
* '''βγαίνω λάδι''': καταφέρνω να αθωωθώ ή να απαλλαχθώ από μια κατηγορία
* '''καίω λάδια''' / '''χάνω λάδια''': δεν είμαι στα καλά μου, δενδε σκέπτομαι ή δεν ενεργώ σωστά
* '''ρίχνω λάδι στη φωτιά''' ''και'' '''χύνω λάδι στη φωτιά''': [[οξύνω]] ακόμη περισσότερο μια ήδη τεταμένη κατάσταση, μια διαμάχη κλπ
* '''τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι''' ''και'' '''τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι κι έξι το λαδόξιδο'''
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/λάδι"