525
επεξεργασίες
μ (Προσθήκη κενού «ευτυχώς») |
|||
=={{-el-}}==
{{el-
==={{ετυμολογία}}===
'''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ὄργανον]] < {{ιε}} *''werǵ''- ([[εργάζομαι]], [[δημιουργώ]])
# (''βιολογία'') σύνολο ιστών που αποτελούν οργανική ενότητα και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία σε έναν ζωντανό οργανισμό
#: ''το μάτι είναι το '''όργανο''' της όρασης'
#: ''η σφαίρα
# (''μουσική'') αντικείμενο που με τον κατάλληλο χειρισμό μπορεί να παραγάγει μουσικούς φθόγγους
#: ''ξέρει να παίζει πιάνο, αλλά και κιθάρα και άλλα έγχορδα '''όργανα'''''
|