δασοπυροσβέστης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Geraki (συζήτηση | συνεισφορές)
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίση-'ναύτης'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{π|δάσος}} + {{π|πυρο-}} + '''σβεσ-''' (< {{λ|σβένν...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 13:06, 18 Φεβρουαρίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δασοπυροσβέστης οι δασοπυροσβέστες
      γενική του δασοπυροσβέστη των δασοπυροσβεστών
    αιτιατική τον δασοπυροσβέστη τους δασοπυροσβέστες
     κλητική δασοπυροσβέστη δασοπυροσβέστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

δασοπυροσβέστης < δάσος + πυρο- + σβεσ- (< αρχαία ελληνική σβέννυμι) + -της

  Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: δα‐σο‐πυ‐ρο‐σβέ‐στης

  Ουσιαστικό

 
Δασοπυροσβέστης αντιμετωπίζει πυρκαγιά σε δάσος.

δασοπυροσβέστης αρσενικό (θηλυκό δασοπυροσβέστρια)

  1. (επάγγελμα) μέλος ομάδας/υπηρεσίας/οργανισμού που έχει επιφορτιστεί με το σβήσιμο πυρκαγιών σε δάση, αγρούς ή γενικά στην ύπαιθρο.

Συγγενικά