κάνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτα: Αναιρέθηκε
μ Ανάκληση των επεξεργασιών που έγιναν από τον 128.0.227.8 (συζήτηση) και επιστροφή στην τελευταία αναθεώρηση που είχε γίνει από τον Texniths
Ετικέτα: Επαναφορά
Γραμμή 10:
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|εν2=[[κάμνω]]|πρτ=έκανα|πρτ2=έκαμα|αορ=έκανα|αορ2=έκαμα|π-εν-free='''[[καμώνομαι]]'''<ref>[[καμώνομαι]]: παθητικός τύπος με διαφορετική σημασία</ref>|
π-εν2-free=''δείτε'' [[γίνομαι]]<ref name="LKN">{{Π:ΛΚΝ}}<br>Με σχόλιο: ''παράβαλε [[γίνομαι]] ως αντίστοιχο παθητικό''</ref>|π-αορ=καμώθηκα|μππ=καμωμένος}}<ref>{{Π:Μπαμπινιώτης 2002}}</ref>
τασκευάζω# [[κατασκευάζω]], [[φτιάχνω]], [[δημιουργώ]]
# [[πεε
 
τασκευάζω]], [[φτιάχνω]], [[δημιουργώ]]
#: ''μπορεί να ασχολείται με τις ώρες, αλλά '''κάνει''' εξαιρετικά δημιουργήματα από χαρτί''
# [[εκτελώ]], [[ολοκληρώνω]]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/κάνω"