πυροσβέστρια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{προσχέδιο|el}} {{λείπει η κλίση}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < : πυροσβέστης + -τρια ===... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 09:11, 4 Φεβρουαρίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πυροσβέστρια < : πυροσβέστης + -τρια
Ουσιαστικό
πυροσβέστρια' θηλυκό
- μέλος ομάδας/υπηρεσίας/οργανισμού που έχει επιφορτιστεί με το σβήσιμο πυρκαγιών ή/και εξειδικευμένη παροχή βοήθειας σε περιπτώσεις κινδύνου.
Μεταφράσεις
πυροσβέστρια
|