τεπεκιόης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-pnt-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{δαν|tr|pnt|tepegöz}} < tepe (<small>κορυφή, κεφαλή, πάνω τμήμα τ...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 19:16, 18 Ιανουαρίου 2021

Ποντιακά (pnt)

  Ετυμολογία

τεπεκιόης < (άμεσο δάνειο) τουρκική tepegöz < tepe (κορυφή, κεφαλή, πάνω τμήμα του κεφαλιού) + göz,[1] κυριολεκτικά: που έχει ένα μάτι στο κεφάλι

  Ουσιαστικό

τεπεκιόης αρσενικό

  • (μυθολογία, λαογραφία) ο κύκλωπας
    ※  Είχεν κι απάν' 'ς σο κιφάλ'ν ατ' μοναχόν έναν ατόσον ομμάτ' κ' έκλιθεν κα το κιφάλ'ν ατ' κ' εποίν'νεν αέτσ' κ' ετέρ'νεν. Έτον τεπεκιόης
    διηγηματικό παραμύθι «Ο Τεπεκιόης», Σίμος Λιανίδης, Τα παραμύθια του ποντιακού λαού. Εκλογή. Παράρτημα αρ. 5 του “Αρχείου Πόντου”, Αθήνα 1962, σ. 376.

  Αναφορές

  1. Πρβ. Νικόλαος Πολίτης, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού: Παραδόσεις Β΄. Βιβλιοθήκη Μαρασλή, αρ. 5. Αθήνα: Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, 1904, σ. 1339. Στο books.google.gr· πρόσβαση: 2024-01-18.