σώζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Stanglavine (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Ανάκληση των αλλαγών 46.176.209.243 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Sarri.greek
Ετικέτες: Επαναφορά SWViewer [1.3]
ετ πληροφ
Γραμμή 10:
#: ''η έγκαιρη επέμβαση των πυροσβεστικών δυνάμεων '''έσωσε''' το χωριό από την πυρκαγιά''
#:''Με το που ήρθε '''έσωσε''' την κατάσταση''
# {{ετ|πληροφ}} [[αποθηκεύω]] κείμενο στον υπολογιστή (αν και συνήθως χρησιμοποιείται το [[σώνω]])
# (μέσο) σώζομαι, [[γλιτώνω]] τον εαυτό μου ή με σώνει κάποιος άλλος είτε από ένα σοβαρό πρόβλημα που απειλεί τη ζωή μου είτε απλώς βοηθώντας με να βγω από μια δύσκολη θέση
# (''θεολογία'') το μέσο, σώνομαι: δεν κινδυνεύω πια να χάσω την ψυχή μου, εξασφαλίζω μια θέση στον Παράδεισο ή την αιώνια ζωή
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/σώζω"