αυτεξήγητος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίσ-'όμορφος'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{πρόσφ|αυτο-|εξηγώ|-τός}} ({{μτφδ|en|el|self-explana...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 10:44, 2 Δεκεμβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτεξήγητος η αυτεξήγητη το αυτεξήγητο
      γενική του αυτεξήγητου της αυτεξήγητης του αυτεξήγητου
    αιτιατική τον αυτεξήγητο την αυτεξήγητη το αυτεξήγητο
     κλητική αυτεξήγητε αυτεξήγητη αυτεξήγητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτεξήγητοι οι αυτεξήγητες τα αυτεξήγητα
      γενική των αυτεξήγητων των αυτεξήγητων των αυτεξήγητων
    αιτιατική τους αυτεξήγητους τις αυτεξήγητες τα αυτεξήγητα
     κλητική αυτεξήγητοι αυτεξήγητες αυτεξήγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

αυτεξήγητος < αυτο- + εξηγώ + -τός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-explanatory)

  Επίθετο

αυτεξήγητος

  1. (λόγιο) που είναι δυνατόν να εξηγηθεί από μόνος του
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αυτεξήγητο

Συνώνυμα

  Μεταφράσεις