κόβω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1:
{{=el=}}
 
{{προσχέδιο}}
{{-ετυμ-}}
'''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[κόπτω]]
{{προσχέδιο-ετυμ}}
{{-ρημ-}}
'''{{PAGENAME}}''', ''παθητικό'' [[κόβομαι]]
# [[διαιρώ]] κάτι σε μικρότερα [[μέρος|μέρη]]
{{προσχέδιο-ορισμ}}
#: ''πότε θα '''κόψουμε''' την πρωτοχρονιάτικη πίτα;''
# [[αφαιρώ]] ένα [[μέρος]] από κάτι· [[αποκόπτω]]
#: '''''έκοψε''' ένα κλαδί από το δέντρο - το κείμενο είναι πολύ μεγάλο, να '''κόψουμε''' κάτι''
# [[διακόπτω]] κάτι ή κάποιον
#: ''τον '''έκοψαν''' πάνω στο καλύτερο''
# [[εγκαταλείπω]], [[διακόπτω]] μια συνήθεια
#: '''''κόβω''' το κάπνισμα''
# αναγκάζω κάποιον να διακόψει μια συνήθεια
#: ''θα του τα '''κόψω''' εγώ αυτά''
# (''χαρτοπαίγνια'') μετακινώ ένα τμήμα της [[τράπουλα]]ς από το πάνω στο κάτω μέρος της
# (''σχολική ζωή, διαγωνισμοί'') ως βαθμολογητής βάζω βαθμό κάτω από τη βάση σε κάποιον
#: ''τον '''έκοψαν''' στα μαθηματικά''
# (''μαγειρική, αμετάβατο'') για κρέμες όταν αλλοιώνεται η όψη και η γεύση τους επειδή το αυγό που περιέχεται στα υλικά τους βράζει
#: ''αν δεν ανακατεύεις συνέχεια το αβγολέμονο, θα σου '''κόψει'''''
# (''αθλητισμός'') παρεμβαίνω αμυντικά και αποτρέπω επιθετική κίνηση του αντιπάλου
 
{{-εκφρ-}}
* '''κόβει το μυαλό του''', '''του κόβει''': για κάποιον [[έξυπνος|έξυπνο]], [[εύστροφος|εύστροφο]]
* '''κόβω το τιμόνι δεξιά (ή αριστερά)''': στρέφω απότομα το τιμόνι προς μια διεύθυνση
* '''κόβω δρόμο''': ακολουθώ μια συντομότερη διαδρομή
{{-συνων-}}
* [[κόπτω]]
Γραμμή 17 ⟶ 36 :
* [[κόπτης]], [[κόφτης]], [[Κόπτης]]
* [[κοπτικός]]
* [[κοφτερός]]
* [[κόψη]]
* [[κοψιά]]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/κόβω"