κουράγιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση-
{{συλλ, παροξύτονο, {{πχ}}
Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
{{el-κλίση-'πεύκο'|κατ=πεύκο}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{δαν|it|el|coraggio}}<ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref> ([[θάρρος]], [[αντοχή]]) < {{pro}} ''coratge'' < {{ετυμ|fro|el|corage}} < {{ετυμ|la-vul}} *''coraticum'' < {{ετυμ|la|el|cor}} ([[καρδιά]])<ref>{{Π:Μπαμπινιώτης 2010}}</ref> < {{ετυμ|itc-pro}} *''kord'' < {{ετυμ|ine-pro}} *''ḱḗr''- / *''ḱr̥d''- ([[καρδιά]])
Γραμμή 6:
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|γλ=el|kuˈɾa.ʝɔ}}
: {{συλλ|κου|ρά|γιο}}
 
==={{ουσιαστικό|el}}===
Γραμμή 11 ⟶ 12 :
# το [[θάρρος]]
# η σωματική και ψυχική [[αντοχή]] που χρειάζεται για να συνεχίσεις μια επίπονη [[προσπάθεια]]
#: {{πχ}} ''περπάτησα τέσσερις ώρες με ρυθμό, αλλά τώρα δεν έχω άλλο [[κουράγιο]] για να συνεχίσω την πορεία''
#*: {{πχ}} ''δούλεψε σαν το σκυλί σ' όλη του τη ζωή και ακόμα και τώρα δεν τον έχουν αφήσει τα '''κουράγια''' του''
#*: {{πχ}} ''μη χάνεις το [[κουράγιο]] σου'': μη [[λιποψυχώ|λιποψυχάς]]
 
===={{μεταφράσεις}}====