ύφος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
καθαρισμα του λήμματος, {{el-κλίση-'δάσος'}}, +γλωσσολογία παράθεμα
Γραμμή 1:
{{δείτε|ὕφος}}
=={{-el-}}==
{{el-κλίση-'δάσος'|παρατήρηση=Σπάνιος ο πληθυντικός}}
 
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχλδδ|grc-koi|el|ὕφος}} [[ὕφος]](''αρχαία σημασία:'' ύφανση) < [[ὑφή]] < [[ὑφαίνω]].
: ''για τον όρο γλωσσολογίας'' < {{σμσδ|en|el|register|text=1}} <ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref>
{{el-κλίσ-'έδαφος'|παρατήρηση=Οι τύποι του πληθυντικού είναι δύσχρηστοι}}
 
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}, αρχική σημασία η [[υφή]], το είδος της [[ύφανση]]ς και μεταγενέστερα ο τρόπος της [[πλοκή]]ς των λέξεων και φράσεων: «αυστηρό ύφος, «ειρωνικό ύφος, «αλλαζονικό ύφος» κ.α.
# ο [[τόνος]] της φωνής και η [[έκφραση]] του προσώπου που συνοδεύουνδείχνουν την εκφώνησηψυχική λόγου και της προσδίδουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήραδιάθεση
# ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κάποιος χειρίζεται τη γλώσσα, επιλέγει τις λέξεις που θα χρησιμοποιήσει, προτιμά ή αποφεύγει συγκεκριμένα είδη προτάσεων και σχημάτων λόγου, προκειμένου το κείμενό του να επιτύχει τους συγκεκριμένους επικοινωνιακούς στόχους του συγγραφέα του
#: '''''ύφος''' απλό ή υψηλό ή γλαφυρό''
# ο [[τόνος]] της φωνής και η [[έκφραση]] του προσώπου που συνοδεύουν την εκφώνηση λόγου και της προσδίδουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα
#: ''μου απάντησε με πολύ αυστηρό '''ύφος'''''
# {{ειδικ}} το [[υπεροπτικός|υπεροπτικό]] ή [[σπουδαιοφανής|σπουδαιοφανές]] στοιχείο στη συμπεριφορά ενός ανθρώπου
#: ''Δε μ' αρέσει αυτός ο άνθρωπος. Έχει πολύ '''ύφος'''.''
#: {{βλ|και=2|υφάκι}}
# {{ετ|λογοτεχνία}} ο προσωπικός τρόπος με τον οποίο κάποιος γράφει ή μιλάει
#: ''το '''ύφος''' απλότου ήσυγγραφέα υψηλόείναι απλό ήαλλά γλαφυρό''
# {{ετ|γλωσσολογία}} η επιλογή του τρόπου γραφής ή ομιλίας ανάλογα με την περίσταση, με το περιβάλλον, το [[περικείμενο]]
#: {{συνων}} [[επίπεδο]] ύφους
#: ''ανεπίσημο '''ύφος''': «Μιλάτε συχνά στο τηλέφωνο;»''<br>''επίσημο '''ύφος''': «Ομιλείτε, παρακαλώ!»''
#: {{παράθεμα}} ''επίσημο, δραματικό, παρωχημένο '''ύφος''': «Γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις ποίος σου ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος.»'' (ραδιοφωνικό μήνυμα του {{β|Μακάριος|Μακάριου}}, Ιούλιος 1974)
#: {{βλ|και=2|όρος=τις}} [[:Κατηγορία:Υφολογικές κατηγορίες (νέα ελληνικά)|Υφολογικές κατηγορίες]] στο Βικιλεξικό
 
===={{σύνθετα|elσυνώνυμα}}====
''προσωπικός τρόπος''
* [[υφυμένιον]]
* [[υφόπλεγμαστιλ]]
* [[υψαύχην]], ο υψώνων τον αυχεύνα, αυτός που κρατά ψηλά το κεφάλι και επομένως [[αγέρωχος]]. [[επαρμένος]], [[ακατάδεκτος]].
 
===={{εκφράσεις|el}}====
*« [[ύφος σαράντα καρδιναλίων»]]
*«έχει το ύφος κατακτητού»
 
===={{βλέπε}}====
{{ΒΠ|Περί ύφους}} Περί ύφους
 
Γραμμή 57 ⟶ 62 :
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
{{μτφ-τέλος}}
 
==={{αναφορές}}===
<references/>
 
{{κλείδα-ελλ}}
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/ύφος"