αμελώδητος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίσ-'όμορφος'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc-koi|el|ἀμελῴδητος}} ==={{επίθετο|el}}==...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 05:45, 20 Σεπτεμβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμελώδητος η αμελώδητη το αμελώδητο
      γενική του αμελώδητου της αμελώδητης του αμελώδητου
    αιτιατική τον αμελώδητο την αμελώδητη το αμελώδητο
     κλητική αμελώδητε αμελώδητη αμελώδητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμελώδητοι οι αμελώδητες τα αμελώδητα
      γενική των αμελώδητων των αμελώδητων των αμελώδητων
    αιτιατική τους αμελώδητους τις αμελώδητες τα αμελώδητα
     κλητική αμελώδητοι αμελώδητες αμελώδητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

αμελώδητος < ελληνιστική κοινή ἀμελῴδητος

  Επίθετο

αμελώδητος[1] [2]

Αντώνυμα

Συγγενικά

  Μεταφράσεις

  1. αμελώδητοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αμελώδητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)