χιονομετρία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: {{δείτε|χρονομετρία}} =={{-el-}}== {{el-κλίση-'σοφία'|α=εν}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{προσφ|χιονο-|-με... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 08:23, 17 Σεπτεμβρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χιονομετρία | ||
γενική | της | χιονομετρίας | ||
αιτιατική | τη | χιονομετρία | ||
κλητική | χιονομετρία | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐με‐τρί‐α
Ουσιαστικό
χιονομετρία θηλυκό, μόνο στον ενικό[1]
- (μετεωρολογία) η μέτρηση της ποσότητας του χιονιού που πέφτει σε συγκεκριμένη περιοχή
Συγγενικά
Μεταφράσεις
χιονομετρία
|
Αναφορές
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)