#* {{γραμμ}} μια από τις [[πτώση|πτώσεις]] των ονομάτων σε διάφορες γλώσσες όπως τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά, τα γερμανικά κλπ· συχνά δηλώνει το πρόσωπο στο οποίο καταλήγει η ενέργεια του ρήματος, αλλά χρησιμοποιείται επίσης για τη δήλωση επιρρηματικών εννοιών και μετά από συγκεκριμένες προθέσεις
#*: ''Στις φράσεις '''«δόξα τω Θεώ»''', '''«τοις μετρητοίς»''' κ.ά έχουμε επιβίωση στα νέα ελληνικά μιας αρχαίας '''δοτικής'''''
===={{σημειώσεις}}====
#* Με την αρχαία ελληνική '''δοτική''' ταυτίστηκαν οι αρχαιότερες πτώσεις της τοπικής[[τοπική]]ς και της οργανικής[[οργανική]]ς
#* Στα νέα ελληνικά η δοτική έχει δώσει τη θέση της σε εμπρόθετα με τις προθέσεις [[σε]] και [[με]], πληναλλά όμως συνεχίζεταισυνεχίζει να χρησιμοποιείται και στη δημοτική σε πάγιες εκφράσεις
*: {{φόντο|[[:Κατηγορία:Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)]]}}