πιέζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 8:
* ασκώ δύναμη πάνω στην επιφάνεια ενός αντικειμένου
: '''''πίεσα''' το κουμπί αλλά δεν έγινε τίποτα''
:: {{συνων}} [[βαραίνω]], [[ζουλώ]], [[ζουπίζω]], [[ζουπώ]]
* (''μεταφορικά'') προσπαθώ να αναγκάσω κάποιον να κάνει κάτι παρά τη θέλησή του
: ''το λόμπι '''πιέζει''' την κυβέρνηση''
:: {{συνων}} [[αναγκάζω]], [[εξαναγκάζω]]
* (''μεταφορικά'') φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση
: ''μη με '''πιέζεις''', αισθάνομαι ήδη άσχημα με όλη αυτή την κατάσταση!''
:: {{συνων}} [[θλίβω]], [[στενοχωρώ]], [[στριμώχνω]]
 
{{-συγγ-}}
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/πιέζω"