shudder: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
PastelKos (συζήτηση | συνεισφορές)
δημ
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 13:04, 25 Ιουνίου 2020

Αγγλικά (en)

  Ετυμολογία

shudder < μέση ολλανδική schudderen και/ή μέση κάτω γερμανική schodderen < πρωτογερμανική *skudjaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skewdʰ- [1]

  Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; (ΗΒ)
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; (ΗΠΑ)
 [[Κατηγορία:Λήμματα με ήχο στην προφορά (Δεν υπάρχει αυτός ο κωδικός γλώσσας!!)]]

  Ρήμα

shudder (en)

  1. τρέμω, ριγώ
     συνώνυμα: palpitate, shiver, shake, quake
    he started shuddering when he shaw a dark figure across the road - άρχισε να τρέμει όταν είδε την σκοτεινή φιγούρι απέναντι
  2. σείομαι, ταρακουνιέμαι
     συνώνυμα: flutter, jiggle, shake, wiggle
    the earthquake made the skyscraper shudder - ο σεισμός έκανε τον ουρανοξύστη να ταρακουνηθεί

  Ουσιαστικό

shudder (en)

  Αναφορές

  1. shudder - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)