άρση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→Μεταφράσεις: upbeat /ˈʌpbiːt/ noun (in music) an unaccented beat preceding an accented beat. adjectiveINFORMAL cheerful; optimistic. "he was upbeat about the company's future" Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
→{{μεταφράσεις}}: αφαίρεση σχολίων |
||
Γραμμή 40:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 60 ⟶ 59 :
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-αρχή|μουσικός όρος}}
* {{en}} :
* {{fr}} : {{τ|fr|antécédent}}
{{μτφ-τέλος}}
|