συνέλευσις: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-grc-}}== {{grc-κλίσ-'πόλις'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < (σύν) {{π|συν-|grc}} + {{λ|ἔλευσις|grc}} < {{λ|συν...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 13:13, 19 Απριλίου 2020

Αρχαία ελληνικά (grc)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνέλευσῐς αἱ συνελεύσεις
      γενική τῆς συνελεύσεως τῶν συνελεύσεων
      δοτική τῇ συνελεύσει ταῖς συνελεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συνέλευσῐν τὰς συνελεύσεις
     κλητική ! συνέλευσῐ συνελεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνελεύσει
γεν-δοτ τοῖν  συνελευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

συνέλευσις < (σύν) συν- + ἔλευσις < συνέρχομαι
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: συνέλευση

  Ουσιαστικό

συνέλευσις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. συνάντηση, συγκέντρωση
    1. συνουσία
    2. γάμος
  2. συνδυασμός πραγμάτων
  3. Πρότυπο:γραμματική συναίρεση ή κράση

Συγγενικά

  Πηγές