Συζήτηση:ενσκήπτω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: το ενσκήψασα από που βγαίνει;--~~~~ |
ενσκήψας |
||
Γραμμή 1:
το ενσκήψασα από που βγαίνει;--[[Χρήστης:Costaud|Costaud]] ([[Συζήτηση χρήστη:Costaud|συζήτηση]]) 09:49, 2 Απριλίου 2020 (UTC)
: {{χρ|Costaud}}, η [[ενσκήψασα]], θηλυκό της μετοχής ο [[ενσκήψας]]. Ουδέτερο, το ενσκήψαν. Το αρχαίο ρήμα ήταν [[ἐνσκήπτω]], και ο αόριστος, ήταν [[ἐνέσκηψα]]. Ο κάθε χρόνος είχε και τη μετοχή του. Ο ενεστώτας: ο ἐνσκήπτων, η ενσκήπτουσα: αυτή που ενσκήπτει τώρα που μιλάμε. Ο αόριστος είχε τον ενσκήψαντα: αυτός που ενέσκηψε στο παρελθόν. ‑‑[[User:Sarri.greek|Sarri.greek]] <sup>[[User talk:Sarri.greek|♫]]</sup> [[Special:Contributions/Sarri.greek||]] 10:11, 2 Απριλίου 2020 (UTC)
|