εναργώς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 06:38, 14 Μαρτίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εναργώς < αρχαία ελληνική ἐναργῶς / ἐναργέως < ἐναργής
Επίρρημα
εναργώς[1]
- (αρχαιοπρεπές) με ενεργή τρόπο, με ενάργεια
Μεταφράσεις
εναργώς
|