παράπληκτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίσ-'όμορφος'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el|παραπληγικός}} ({{σμσδ|fr|el|paraplégiq...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 06:34, 26 Φεβρουαρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παράπληκτος η παράπληκτη το παράπληκτο
      γενική του παράπληκτου της παράπληκτης του παράπληκτου
    αιτιατική τον παράπληκτο την παράπληκτη το παράπληκτο
     κλητική παράπληκτε παράπληκτη παράπληκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παράπληκτοι οι παράπληκτες τα παράπληκτα
      γενική των παράπληκτων των παράπληκτων των παράπληκτων
    αιτιατική τους παράπληκτους τις παράπληκτες τα παράπληκτα
     κλητική παράπληκτοι παράπληκτες παράπληκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

παράπληκτος < αρχαία ελληνική παραπληγικός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική paraplégique)

  Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

  Επίθετο

παράπληκτος, -η, -ο

Συγγενικά

  Μεταφράσεις