ακατάκριτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίσ-'όμορφος'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc-koi|el|ἀκατάκριτος}} < {{ετυμ|grc|el|κατ... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 10:09, 25 Φεβρουαρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακατάκριτος < ελληνιστική κοινή ἀκατάκριτος < αρχαία ελληνική κατακρίνω
Επίθετο
ακατάκριτος
- που δεν τον έχουν κατακρίνει ή δεν είναι δυνατόν να τον κατακρίνουν
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ακατάκριτα
- → δείτε τις λέξεις κατακρίνω, κατά και κρίνω
Μεταφράσεις
ακατάκριτος