συγχύζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 4:
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μσν}} [[συγχύζω]] < [[σύγχυσις|'''σύγχυ'''σις]] + [[-ίζω|-ί'''ζω''']]
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}''', ''παθ. φωνή'' [[συγχύζομαισυγχίζομαι]],'' μτχ παθ. παρακ.'' [[συγχυσμένοςσυγχισμένος]])
* [[ταράζω]] κάποιον έντονα, του [[ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι|ανεβάζω το αίμα στο κεφάλι]], τον [[φουντώνω]], τον στενοχωρώ πολύ, του προκαλώ τέτοια αναστάτωση που αισθάνεται σύγχυση, τα χάνει.
 
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/συγχύζω"