σώζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ετυ=κλη. Παθ. κλίση
Γραμμή 14:
# (''θεολογία'') το μέσο, σώνομαι: δεν κινδυνεύω πια να χάσω την ψυχή μου, εξασφαλίζω μια θέση στον Παράδεισο ή την αιώνια ζωή
 
karapeos
==={{εκφράσεις}}===
*'''σώσον Κύριε το λαό σου'''
*'''ο σώζων εαυτόν σωθήτω''' (σε συνθήκες όπου σώνεται μόνον όποιος μπορεί να σώσει τον εαυτό του)
*'''δώσε και σώσε'''
*'''γίνεται το σώσε''' (πανικός, πανζουρλισμός, κοσμοσσυροή)
*'''πρέπει να σώσουμε τα προσχήματα''' (τους τύπους)
*'''τώρα μάλιστα! Σωθήκαμε''' (για ασήμαντη ως προς το πρόβλημά μας παρέμβαση)
 
===={{συγγενικά}}====
* [[σωσίβιο]]
* [[σωστικός]]
* [[σωτήρας]]
* [[σωτηρία]]
* [[σωτήριος]]
* [[ανέσωστος]]
* [[αποσώνω]]
* [[άσωστος]]
* [[άσωτος]]
* [[διασώζω]]
 
===={{συνώνυμα}}====
* [[διασώζω]]
* [[γλιτώνω]] κάποιον ή τον εαυτό μου
* [[σώνω]] και [[σώνομαι]]
 
===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'σώζω'|παρακΒ=1}}
:''Μετοχή παθητικού παρακειμένου'': [[σωσμένος]] ''και'' [[σωμένος]] ''από το ρήμα'' [[σώνω]]
{{el-κλίσ-'δένομαι'|σώζ|σωζ|σώθ|σωθ|σωσμ|σώσ|πρ1=|παρακΒ=1}}
 
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|save}}
* {{ar}} : {{τ|ar|أنقذ|tr=ʾanqaḏa}}
* {{grc}} : {{τ|grc|σῴζω}}
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|XXX}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|sauver}}
* {{de}} : {{τ|de|retten}}
* {{he}} : {{τ|he|הציל|tr=hitsíl}}
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} -->
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} -->
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|XXX}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|XXX}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|XXX}} -->
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|XXX}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|XXX}} -->
* {{es}} : {{τ|es|salvar}}
* {{it}} : {{τ|it|salvare}}
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|XXX}} -->
* {{zh}} : {{τ|zh|拯救|tr=zhěngjiù}}
<!-- * {{ko}} : {{τ|ko|XXX}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->
<!-- * {{cr}} : {{τ|cr|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-μέση}}
* {{la}} : {{τ|la|salvo|noentry=1}}, {{τ|la|servo}}
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|XXX}} -->
<!-- * {{nl}} : {{τ|nl|XXX}} -->
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} -->
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|XXX}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} -->
* {{pl}} : {{τ|pl|ratować}}
* {{pt}} : {{τ|pt|salvar}}
* {{ro}} : {{τ|ro|salva}}
<!-- * {{roa-rup}} : {{τ|roa-rup|XXX}} -->
* {{ru}} : {{τ|ru|спасать|tr=spasát'}}
* {{sr}} : {{τ|sr|спасити|tr=spasiti}}
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} -->
<!-- * {{sl}} : {{τ|sl|XXX}} -->
<!-- * {{sv}} : {{τ|sv|XXX}} -->
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} -->
* {{tr}} : {{τ|tr|kurtarmak}}
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-τέλος}}
 
{{κλείδα-ελλ}}
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/σώζω"