παζαρεύω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ετυμολογία παραγώγου +el-ρήμα (χωρίς παθ. φωνή)+Κατ |
διόρθωση: έχει παθ. ? κλίση+προστακτικές +παθ |
||
Γραμμή 8:
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|αορ=παζάρεψα|
#[[διαπραγματεύομαι]] την [[τιμή]] ενός [[προϊόν]]τος που πρόκειται ν’ αγοράσω, [[προσπαθώ]]ντας να την [[ρίχνω|ρίξω]] σε χαμηλότερα επίπεδα
#{{κτεπε}} [[διαπραγματεύομαι]] ή [[συζητώ]] [[κρυφά]] κι [[αθέμιτα]] μια [[συναλλαγή]] έχοντας [[ιδιοτελής|ιδιοτελή]] [[κίνητρα]]
Γραμμή 16:
===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'παντρεύω'|πρ3=παζάρεψε, παζάρευ'|πρ4=παζαρέψτε, παζαρεύτε}}
{{el-κλίσ-'παντρεύομαι'|πρ1=}}
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 63 ⟶ 64 :
{{μτφ-τέλος}}
{{κλείδα-ελλ}}
|