σφίγγω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 13:
# στρέφω κάτι ή το μαζεύω ώστε να μην είναι χαλαρό
#: '''''σφίγγω''' μια βίδα, '''σφίγγω''' τη θηλειά''
#: {{μεταφορικά}} ασκώ έντονη πίεση σε κάποιον, πιέζω
#: ''Ο τρόμος τής '''έσφιγγε''' το λαιμό και δεν μπορούσε ν' ανασάνει.'' ([[w:Ευγενία Φακίνου|Ευγενία Φακίνου]], ''Η μεγάλη πράσινη'')
===={{εκφράσεις}}====
|