μπερζέρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: {{δείτε|μπρεζέρα}} =={{-el-}}== thumb|δύο μπερζέρες {{el-κλίσ-'πείνα'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 15:51, 18 Ιανουαρίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπερζέρα | οι | μπερζέρες |
γενική | της | μπερζέρας | — | |
αιτιατική | την | μπερζέρα | τις | μπερζέρες |
κλητική | μπερζέρα | μπερζέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- μπερζέρα < γαλλική bergère (βοσκοπούλα), θηλυκό του berger (βοσκός) < παλαιά γαλλικά bergier < Πρότυπο:ετυμ δημ la *vervecārius / birbicārius / berbicārius) < Πρότυπο:ετυμ la vervex < Πρότυπο:ετυμ ine-pro *wr̥h₁ḗn (ἀρήν)
- Η γαλλική λέξη ονομάστηκε bergère (βοσκοπούλα), γιατί οι πρώτες μπερζέρες είχαν στην ταπετσαρία τους ποιμενικά μοτίβα
Ουσιαστικό
μπερζέρα θηλυκό
- είδος πολυθρόνας με ψηλή πλάτη