πόρτα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
2 ορισμ, εκφρ, συγγ
Γραμμή 2:
{{el-κλίσ-'θάλασσα'}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ελνστετυμ grc-koi|EL}} {{λ||grc}} < {{ετυμ la}} [[porta]] ([[πύλη]]) < {{ιεετυμ ine-pro|EL}} *''per''- ([[διαπερνώ|δια]][[περνώ]])
 
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|ˈpɔɾ.ta|γλ=el}}
 
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
# [[κατασκευή]], συνήθως ξύλινη ή μεταλλική, που προσαρμόζεται στην [[είσοδο]] κτιρίου, δωματίου ή ακάλυπτου περιφραγμενου χώρου, την οποία μπορεί κανείς να ανοίγει ή να κλείνει
#:''η '''πόρτα''' της κουζίνας''
# (''γενικότερα'') η κατασκευή που προσαρμόζεται στην είσοδο οχήματος, ώστε να μπορεί κανείς να την ανοίγει ή να την κλείνει
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/πόρτα"