σκύβω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{μεταφράσεις}}: sich bücken |
|||
Γραμμή 17:
*{{βλ|κύπτω}}
{{)}}
ΣΚιάς ΎΠΤιος--η ετυμολογία τής λέξεως,,,
έξ'ού τό σκάβω ή σκάπτω ενώ σκυμμένος.
===={{εκφράσεις}}====
|